χορτοκόπον

χορτοκόπον
τὸ, Α
βλ. χορτοκόπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χορτοκόπος — ο / χορτοκόπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή νεοελλ. εργαλείο για την κοπή χόρτου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον χορτοκόπιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”